φοινηεις

φοινηεις
    φοινήεις
    -ήεσσα -ῆεν кроваво-красный или окровавленный
    

(δράκων Hom.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "φοινηεις" в других словарях:

  • φοινήεις — blood red masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινήεις — εσσα, εν, Α 1. κόκκινος σαν το αίμα, πορφυρός, κατακόκκινος 2. ματωμένος («φοινήεσσα ἀσπίς», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού επιθ. φοινός «κόκκινος» με κατάλ. –ήεις (βλ. λ. όεις)] …   Dictionary of Greek

  • φοινήεντα — φοινήεις blood red neut nom/voc/acc pl φοινήεις blood red masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινηέσσης — φοινήεις blood red fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινήεντι — φοινήεις blood red masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινήεντος — φοινήεις blood red masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινήεσσα — φοινήεις blood red fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινήεσσαν — φοινήεις blood red fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαφοινήεις — δαφοινήεις, εσσα, εν (Α) ο δαφοινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δα* + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. τού φοινός «κόκκινος»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»